εκβαθύνω

εκβαθύνω
(αόρ. εξεβάθυνα) μετ. углублять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκβαθύνω" в других словарях:

  • εκβαθύνω — (Μ ἐκβαθύνω) νεοελλ. 1. κάνω κάτι βαθύ ή βαθύτερο 2. εργάζομαι για εκβάθυνση μσν. φέρνω επάνω κάτι από μεγάλο βάθος …   Dictionary of Greek

  • εκβαθύνω — υνα, ύνθηκα, κάνω κάτι βαθύτερο από όσο ήταν: Εκβαθύνουν το λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυθοκορώ — ( έω) [βυθοκόρος] καθαρίζω τον βυθό ή εκβαθύνω θάλασσα ή ποταμό με βυθοκόρο …   Dictionary of Greek

  • εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»